- στρωματογραφικός
- -ή, -ό, Ν1. αυτός που ανήκει ή αναφέρεται στη στρωματογραφία(«στρωματογραφικά όρια»)2. φρ. α) «στρωματογραφική κλίμακα»γεωλ. διαδοχή στρωματογραφικών ενοτήτων οι οποίες αντιπροσωπεύουν μια σειρά χαρακτηριστικών συνόλων στρωμάτων που αποτέθηκαν σε συγκεκριμένα χρονικά διαστήματαβ) «στρωματογραφική στήλη»γεωλ. συνεχής και αδιατάρακτη ακολουθία στρωμάτων, από τα οποία τα ανώτερα στρώματα είναι νεώτερα από τα κατώτερα, ακολουθία που δείχνει τη σειρά απόθεσης και το πραγματικό πάχος τών στρωμάτων, αλλ. στρωματογραφική κολόναγ) «στρωματογραφικός συσχετισμός»γεωλ. οι νόμοι αλληλουχίας, διαδικασία με την οποία καθορίζεται η χρονική αντιστοιχία δύο διαπλάσεων ή άλλων στρωματογραφικών ενοτήτωνδ) «στρωματογραφικές συσχετίσεις»γεωλ. η εύρεση και η αντιστοιχία ιζηματογενών, κυρίως, λιθολογικών ενοτήτων τής ίδιας ηλικίαςε) «στρωματογραφική τομή»γεωλ. φυσική τομή, στο ύπαιθρο, μιας ακολουθίας πετρωμάτων, όπου τα στρώματα παρουσιάζονται το ένα πάνω στο άλλο σε μια κατά το δυνατόν συνεχή και ανεπηρέαστη από μεταγενέστερες παραμορφώσεις σειράστ) «στρωματογραφικό κενό»γεωλ. διάστημα τού γεωλογικού χρόνου που δεν αντιπροσωπεύεται από ιζήματα.
Dictionary of Greek. 2013.