στρωματογραφικός

στρωματογραφικός
-ή, -ό, Ν
1. αυτός που ανήκει ή αναφέρεται στη στρωματογραφία
(«στρωματογραφικά όρια»)
2. φρ. α) «στρωματογραφική κλίμακα»
γεωλ. διαδοχή στρωματογραφικών ενοτήτων οι οποίες αντιπροσωπεύουν μια σειρά χαρακτηριστικών συνόλων στρωμάτων που αποτέθηκαν σε συγκεκριμένα χρονικά διαστήματα
β) «στρωματογραφική στήλη»
γεωλ. συνεχής και αδιατάρακτη ακολουθία στρωμάτων, από τα οποία τα ανώτερα στρώματα είναι νεώτερα από τα κατώτερα, ακολουθία που δείχνει τη σειρά απόθεσης και το πραγματικό πάχος τών στρωμάτων, αλλ. στρωματογραφική κολόνα
γ) «στρωματογραφικός συσχετισμός»
γεωλ. οι νόμοι αλληλουχίας, διαδικασία με την οποία καθορίζεται η χρονική αντιστοιχία δύο διαπλάσεων ή άλλων στρωματογραφικών ενοτήτων
δ) «στρωματογραφικές συσχετίσεις»
γεωλ. η εύρεση και η αντιστοιχία ιζηματογενών, κυρίως, λιθολογικών ενοτήτων τής ίδιας ηλικίας
ε) «στρωματογραφική τομή»
γεωλ. φυσική τομή, στο ύπαιθρο, μιας ακολουθίας πετρωμάτων, όπου τα στρώματα παρουσιάζονται το ένα πάνω στο άλλο σε μια κατά το δυνατόν συνεχή και ανεπηρέαστη από μεταγενέστερες παραμορφώσεις σειρά
στ) «στρωματογραφικό κενό»
γεωλ. διάστημα τού γεωλογικού χρόνου που δεν αντιπροσωπεύεται από ιζήματα.

Dictionary of Greek. 2013.

Игры ⚽ Нужно сделать НИР?

Look at other dictionaries:

  • ορίζοντας — (Αστρον.). Η νοητική κυκλική γραμμή, που ορίζεται από το κάθετο προς τη διεύθυνση του ζενίθ επίπεδο και συναντά την ουράνια σφαίρα. Βλ. λ. ουρανός. * * * ο (Α ὁρίζων) η κυκλοτερής νοητή γραμμή κατά την οποία ο ουρανός φαίνεται να εφάπτεται με το… …   Dictionary of Greek

  • τομή — Η ενέργεια και το αποτέλεσμα του τέμνω (= κόβω). Στη μετρική ο όρος τ. δηλώνει τον χωρισμό μεταξύ δύο λέξεων που χρησιμεύει ως όριο μεταξύ δύο μετρικών μελών και που πραγματοποιείται φωνικά ως παύση στην εκφώνηση του στίχου. Στην κλασική μετρική …   Dictionary of Greek

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”